- τιμισκαμίνγκιος
- -α, -ο, Νφρ. «τιμισκαμίνγκια σειρά» ή, απλώς, «το τιμισκαμίνγκιο»γεωλ. υποδιαίρεση τού προκαμβρίου και τών πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκειά της στη Βόρεια Αμερική.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. timiskaming (series) < Timiskaming, ονομ. λίμνης και περιοχής τής επαρχίας Οντάριο τού Καναδά].
Dictionary of Greek. 2013.